- ἀνεκβίαστος
- ἀνεκ-βίαστος, ον,A not to be overpowered, Chrysipp.Stoic.2.64, v.l. in Gell.1.2.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανεκβίαστος — ἀνεκβίαστος, ον (Α) εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εκβιάσει, ακατανίκητος, ακαταμάχητος … Dictionary of Greek
ἀνεκβίαστον — ἀνεκβίαστος not to be overpowered masc/fem acc sg ἀνεκβίαστος not to be overpowered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)